- βουλευτής
- Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα θέματα, ονομάζονταν βασιλείς, γέροντες ή β. Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα του 1975, οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία και με βάση τη διαδικασία που προβλέπει ο σχετικός εκλογικός νόμος (άρ. 54). Το 1975 εγκαινιάστηκε και ο θεσμός της εκλογής των β. επικρατείας, ο αριθμός των οποίων δεν ξεπερνά το 1/20 της βουλής και κατανέμονται ανάλογα με την εκλογική δύναμη των κομμάτων που την απαρτίζουν. Το άρθρο 51 του Συντάγματος ορίζει ότι ο συνολικός αριθμός των βουλευτών θα πρέπει να κυμαίνεται από 200 έως 300.
Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι μπορεί να ασκήσει κάθε ενήλικος Έλληνας πολίτης, που διατηρεί το δικαίωμα του εκλέγειν. Εκείνος που κατέχει το βουλευτικό αξίωμα δεν επιτρέπεται να είναι διορισμένος σε Θέσεις ασυμβίβαστες με αυτό (άρ. 57). Στα προνόμια του β. περιλαμβάνονται οι διάφορες απαλλαγές ή ατέλειες, η βουλευτική αποζημίωση και οι ασυλίες, που είναι δύο ειδών: (α) το ανεύθυνο, με το οποίο απαγορεύεται η δίωξη του β. για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά το διάστημα που ασκούσε τα καθήκοντά του (άρ. 61) και (β) το ακαταδίωκτο, που απαγορεύει τη δίωξη χωρίς την έγκριση του σώματος και όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, εκτός από την περίπτωση του αυτόφωρου κακουργήματος (άρ. 62). Το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 63, με απόφαση της ολομέλειας της βουλής, ενώ οι απαλλαγές ισχύουν από την υποχρέωση του ένορκου και της στράτευσης, που είναι δυνητική. Όσο για τις ατέλειες, αυτές αφορούν τις επικοινωνίες.
* * *ο (AM βουλευτής), θηλ. βουλευτίνα και βουλευτής, η (Α βουλευτίς) [βουλεύω]μέλος της Βουλής, αιρετός αντιπρόσωπος στο Κοινοβούλιομσν.1. αυτός που σκέφτεται σωστά2. αντιπρόσωπος της συγκλήτου της Βενετίας στο Βυζάντιο(αρχ. - μσν.) σύμβουλοςαρχ.μέλος της Βουλής ή της Γερουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.